- Μυκαλησσόν
- Μυκαλησσόςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυκαληττόν — Μυκαλησσόν , Μυκαλησσός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύχορος — εὐρύχορος, ον (Α) πλατύς, μεγάλος (α. «εὐρύχορον Μυκαλησσόν» β. «δι Ἑλλάδος εὐρυχόροιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού ευρύ χωρος*] … Dictionary of Greek